- νεοεργής
- νεοεργής, -ές (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ εἰργασμένος».[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -εργής (< ἔργον), πρβλ. κακο-εργής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοεργές — νεοεργής just made masc/fem voc sg νεοεργής just made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
ՆՈՐԱԳՈՐԾ — ( ) NBH 2 0442 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ա. νεουργός, νεοεργής, νεόκτιστος nuper factus, noviter creatus, recens conditus. Նորոգ գործեալ. նորաստեղծ. նորահնար. անլուր. զարմանալի. հրաշափառ. *Կամ առիւծ սաստիկս,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)